- ἱεροστάτης
- -ου ὁ N 1 0-0-0-0-1=1 1 Ezr 7,2governor of the temple
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ιεροστάτης — ἱεροστάτης, ὁ (Α) επιστάτης ιερών έργων ή επιμελητής τού ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + στάτης (< ίστημι), πρβλ. επι στάτης, χορο στάτης] … Dictionary of Greek
ἱεροστάταις — ἱεροστάτης governor of the temple masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek